- Διωναία
- Διωναίᾱ , ΔιωναῖοςDionefem nom/voc/acc dualΔιωναίᾱ , ΔιωναῖοςDionefem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διωναία — (dionaea). Εντομοφάγο φυτό της οικογένειας των δροσεριδών. Η πλήρης επιστημονική ονομασία του είναι δ. η μυγοφάγος. Είναι μικρή πολυετής πόα των σαβάνων στη Βόρεια Καρολίνα των ΗΠΑ. H δ. καλλιεργείται σε θερμοκήπια της Ευρώπης και της Αμερικής… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
σαρκοφάγα φυτά — Ετερογενής φυτική ομάδα που αποτελεί ένα από τα πιο πρωτότυπα και ενδιαφέροντα φαινόμενα της βοτανικής. Αν και διαθέτουν χλωροφύλλη, είναι δηλαδή αυτότροφα φυτά, έχουν παρόλα αυτά την ικανότητα να απορροφούν άζωτο σε οργανική μορφή, το οποίο… … Dictionary of Greek